Ἰαλυσός

Ἰαλυσός
Ἰᾱλυσός, [dialect] Ion. [full] Ἰηλυσός, , one of the three Dorian cities of Rhodes, Il.2.656, Hdt.1.144, Pi.O.7.74, Timocr.1.7, Str.14.2.12: [full] Ἰαλυσία, , its territory, D.S.5.57:—Adj. [full] Ἰηλύσιος, α, ον, D.P. 505. [[pron. full] in Hom., [pron. full] in D.P., doubtful in Pi.; [pron. full] exc. in Timocr.l.c. and Ἰαλυσοῖο ( ¯ ?ἸαλυσόςX ?ἸαλυσόςX ¯ ?ἸαλυσόςX) AP7.716 (Dionys.).]

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Ἰαλυσός — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἰάλυσος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ιαλυσός — Sp Jalisas Ap Ιαλυσός/Ialisos L Graikija (P. Sporadų ss.) …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • Ιαλυσός — Πόλη (υψόμ. 10 μ., 10.107 κάτ.) της Ρόδου. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό άκρο του νησιού, στη δυτική πλευρά του όρους Φιλέρημος, 14 χλμ. ΝΔ της πόλης της Ρόδου. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου του νομού Δωδεκανήσου. Η πόλη αποτελεί ένα από τα… …   Dictionary of Greek

  • Ιάλυσος — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Κέρκαφου και της Κυδίππης και εγγονός του Ήλιου. Ο Ι. ήταν ιδρυτής και ήρωας της Ρόδου. Οι αδελφοί του, Κάμειρος και Πίνδος, υπήρξαν επίσης ιδρυτές των ομώνυμων πόλεων του νησιού. Η κόρη του Ι., Σύμη, την οποία… …   Dictionary of Greek

  • Τριάντα (Ιαλυσός) — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ.), στην πρώην επαρχία Ρόδου, του νομού Δωδεκανήσου. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (17 τ. χλμ.) …   Dictionary of Greek

  • Ἰαλύσω — Ἰάλυσος masc nom/voc/acc dual Ἰάλυσος masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ялис — (Ίάλυσος) один из трех древнейших дорических городов на о ве Родосе и один из шести главных городов дорического союза …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Ἰαλυσοῦ — Ἰαλυσός masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἰαλυσῷ — Ἰαλυσός masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἰαλυσόν — Ἰαλυσός masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”